Translate

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Σεπτέμβριος 2012

Σεπτέμβριος 2012

Είμαι τώρα πιο μεγάλη και γνωρίζω δυό πράγματα παραπάνω.  Πρώτον μ' αγαπάνε όλοι, με χαϊδεύουν συνέχεια, η μικρή με κουβαλάει σα κούκλα ζωντανή, με λέει αδελφούλα της και με φιλάει κρυφά από τη μαμά της που φωνάζει 'δε φιλάμε τα ζώα'. Εσύ όμως κυρία μου, φιλάς τον σοβαρό κάθε πρωί πριν φύγει. Αδικία!  Ο σοβαρός, κάθε μέρα που σηκώνεται απ το κρεββάτι κάνει πως βάζει τις κάλτσες του για να με δει να τρελαίνομαι. Όταν τις τραβάω να παίξω κάνει πως θυμώνει και ξανά απ την αρχή. Αν κάποιο πρωί δε δώσω πολύ σημασία μου κουνάει την κάλτσα στη μουσούδα για να με προκαλέσει. Δεν είναι και τόσο σοβαρός τελικά...έχει και τα πιο νόστιμα κορδόνια που έχω δοκιμάσει. Μόνο τη γραβάτα δε μ΄ αφήνει να τραβήξω...μπερδεύομαι. Αυτός που με παραξενεύει είναι ο γιος τους, καλό παιδί, θέλει να παίξουμε αλλά σα να με φοβάται και λίγο όταν τον δαγκώνω. Θέλει να με πάρει αγκαλιά αλλά πρέπει να με δώσει κάποιος άλλος, δε με σηκώνει μόνος του. Μυστήριο τραίνο είναι, θα τον εκπαιδεύσω στο μέλλον.

Α! Πήρανε και κάτι χαρτιά, τα διαβάζει η ξανθιά κι αρχίζει τα κουλά κόλπα, προσπαθεί να με μάθει διάφορα που πρέπει λέει να μάθω. Αγοράσανε και κάτι πεντανόστιμες μπουκιές εκπαίδευσης. Γιαμ γιαμ γιαμ, έτσι να εκπαιδεύομαι κάθε μέρα!!!!!

Αρχίζουν τα σχολεία

Χαμός στο σπίτι! Ετοιμαζόταν το τρίο τρέλα να πάει σε κάτι που λέγεται σχολείο. Λες να 'ναι νόστιμο; Τους πρόλαβα στην πόρτα, φώναξα και έκλαψα για να με πάρουν μαζί, αλλά τζίφος. Μου είπαν 'από αύριο εσύ' και την κοπάνησαν κανονικά! Πού πάτε ρε και μ' αφήνετε μόνη μου; Δεν είμαι εγώ οικογένεια;  Κάποτε γύρισαν, με χάιδεψαν, τους έγλυψα, μ' αγκάλιασαν και ήμουν ευτυχισμένη ξανά. Δε ζητάω πολλά, να τους αγγίζω και να με παίρνουν παντού μαζί τους. 

Την πρώτη μέρα του φοβερού σχολείου, με πήραν μαζί τους!!!! Έτρεχα στο δρόμο να προλάβω τον μικρό που πήγαινε μπροστά από τις δικές μου και είχα μεγάλη αγωνία να μη μου φύγει μακριά. Εγώ θέλω να είμαι πάντα δίπλα στον πρώτο. Φτάσαμε κάποτε, τι κόσμος ήταν αυτός....και πόσοι πολλοί με γνώριζαν! Πότε πρόλαβαν να με μάθουν; Εγώ δε ξέρω κανέναν τους. Με τρέλαναν, χέρια μ' έπιαναν από παντού, με σήκωναν, με χάιδευαν ΣΙΓΑ ΡΕ ΠΑΙΔΙΆ, δε θέλω. Τα μικρά φύγαν και μπήκαν σε μια πόρτα, εγώ τα φώναζα πίσω απελπισμένη κι έκλαιγα, η ξανθιά μου με πήρε αγκαλιά γιατί δεν ακουγόταν η προσευχή και μετά φύγαμε τρέχοντας για το σπίτι. Πολύ αναστατώθηκα, στο δρόμο όλο έκανα να γυρίσω πίσω να πάρουμε τα μικρά μας ξανά, αλλά η νέα μου μαμά δε μ' άφηνε και με παρηγορούσε ότι θα τα ξαναπάρουμε το μεσημέρι. Δε το ξέρω αυτό τι είναι.

Κάποια ώρα μου ξαναέβαλε λουρί, πήραμε τον ίδιο μάλλον δρόμο και στηθήκαμε έξω από την ίδια μεγάλη πόρτα. Ωρε τι χαρά ήταν αυτή που ξαναείδα τα ανθρωποαδέλφια μου! Κόντεψα να πέσω ξερή από την ταραχή μου. Η μικρή με πήρε αγκαλιά και της έδωσα χίλια φιλιά, ο αδελφός της πιο σοβαρός με χάιδεψε στο κεφάλι και απομακρύνθηκε μη τον περάσουν οι φίλοι του για φλώρο. Σιγά ρε μάγκα!