Translate

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Το καημένο το νιάου...

Φίλοι μου αγαπημένοι,

Γράφω σπάνια πια, για τεχνικούς λόγους κυρίως που δεν μπορώ να αναλύσω τώρα...Χάλασε το κομπιούτερ της Ξανθιάς και δε μπορεί να γράφει στο κινητό, λέει, μόνο με πληκτρολόγιο βολεύεται...Χμ, μάλλον βαριέται λέω εγώ, αλλά ποιός με ακούει εμένα εδώ μέσα...

Είναι γνωστό ότι τις γάτες δεν τις πολυσυμπαθώ, ούτε κι αυτές με συμπαθούν φαντάζομαι. Κάθε φορά που συναντιόμαστε οι περισσότερες σηκώνουν ράχη, ουρά και τρίχες και μοιάζουν σατανικά τέρατα που θέλουν να με φάνε. Μάλλον γιαυτό τις έκαιγαν στο Μεσαίωνα...

Ακούστε πάλι τι μου σκαρώσανε Ξανθιά, και λοιποί σεσημασμένοι γατόφιλοι συνένοικοι.
Μεσημεράκι καλοκαίρι, μια βδομάδα πριν πάμε διακοπές, έχει ξαπλώσει η μαμά μας για μεσημεριανή σιέστα κι ακούγεται επίμονο κουδούνισμα. Η οθόνη δείχνει τον από πάνω μας που έχει τον αρρεβωνιάρη μου τον Αλέκο. Απαντάνε, αυτός φωνάζει την Ξανθιά να πάει επειγόντως, τρέχει η άλλη να βρει κανα ρούχο να φορέσει, από κοντά κι η Τσιριμπίμ, κι εξαφανίζονται...
Ναι, αλλά εγώ ακούω σα ραντάρ φίλοι μου, και πιάνει το αυτί μου κάτι σα νιαούρισμα πολύ αδύναμο. Λέω να βαρέσω συναγερμό, αλλά είναι ώρα κοινής ησυχίας και το καταπίνω.

Σε λίγο καταφθάνει το ντούο τρέλλα, μάνα και κόρη, όλο συνωμοσία και "να βρούμε κουτί να το βάλουμε", "να πάρουμε ειδικό γάλα να πίνει" "Μαμάααααα μη το αφήσεις να πεθάνει" και άλλα τέτοια που με ψύλλιασαν. Κρατούσαν και κάτι μικρό, που του βαζε η Ξανθιά βρεγμένα βαμβάκια στα μάτια, ξέρει λέει αυτή από τέτοια και κάτι ακαταλαβίστικα. Κάτι μύριζα αλλά πολύ λίγο...έτσι κι αλλιώς το πήραν κι έφυγαν, οπότε κι εγώ ησύχασα.

Να γίνεται στο σπίτι ο χαμός, βρήκε η Τσιριμπίμ κούτα, ο Σοβαρός τζούνιορ πετσέτα, η αποκάτω  ζωόφιλη που ζει με τον φίλο μου Μπλακ Τζακ ήρθε να συσκεφτουν τι θα κάνουν, άκρη δεν έβγαζα και κάποια στιγμή εμφανίστηκαν με κάτι κουτιά γάλα σκόνη, μπιμπερό και πολλές συνωμοσίες που ακόμα δεν καταλάβαινα...Η μια να λέει εγώ δε μπορώ να κρατήσω το γατάκι έχω τη Λούση, η άλλη να λέει εγώ έχω μωρό και σκύλο, μόνο η γάτα μας έλειπε...λέω εντάξει τη γλυτώσαμε!

Μπα! Σε λίγο σκάει μύτη η Ξανθιά χαρωπή με μια πετσετούλα στο χέρι που κάτι είχε μέσα. Το κρατούσε λες κι ήταν γυάλινο, έλεγε και κάτι μυστικά ψου ψου ψου μου μου μου στα παιδιά, έφτιαξε και το γάλα, το βαλε στο μικρό μπιμπερό κι ήρθε στη βεράντα να ταϊσει. Εγώ στο μεταξύ να χω λυσσάξει να δω τι έχει μέσα το πετσετάκι, φώναζα, πηδούσα πάνω της, αυτή χαμπάρι. Σκέφτηκε όμως να με καλοπιάσει και μου κατέβασε να δω τι κρατάει και ταϊζει...Καλέ, αυτό ήταν σα την ουρά μου μικρό, με κλειστά μάτια, δε μπορούσε να φωνάξει, τι στο καλό? νέο είδος γάτας φέρανε??? 

Η αλήθεια είναι πως δεν ήξερα τι να κάνω. Από τη μια αυτό μύριζε γατίλα, από την άλλη ήταν πολύ μικρό και δε μ' ενοχλούσε ιδιαίτερα μέχρι που άρχισε η μαμά μου να το ταϊζει με το μπιμπερό, να του τρίβει την κοιλιά να κάνει πιπί και να του μιλάει χαδιάρικα! Της ρίχνω ένα βλέμμα αυστηρό, το πήρε και το πήγε στον κήπο να το βρει η μάνα του να τελειώνουμε. Ναι, αλλά η σουρτούκω η μάνα του ΔΕΝ το πήρε για κακή μου τύχη, το παράτησε εκεί να το πάρει η ΔΙΚΗ μου μάνα, κατάλαβες τι παλιομάνες είναι οι γάτες?  Τα κάνουνε και μετά τα παρατάνε να τα πάρει η γειτόνισσα! Η οποία γειτόνισσα εν προκειμένω είναι η Ξανθιά που τα αγαπάει όλα, κι έχει και κόρη την Τσιριμπίμ που είναι κι αυτή τα ίδια και χειρότερα. Κι έτσι, καταλήξαμε να βάζουν ξυπνητήρια κάθε 3 ώρες να ταϊζουν το μωρό γατί κι αφού η μάνα του η άχρηστη δεν καταδέχτηκε να το μαζέψει, το μάζεψε η δικιά μου ξημερώματα, το έβαλε σε κουτί πάνω στο γραφείο της Τσιριμπίμ κι έκλεισαν την πόρτα μη το βρω. Μμμμμ, σιγά που δε θα το καταλάβαινα, όλο το πρωί το έβγαλα έξω από την κλειστή πόρτα να φωνάζω μπας το πάνε πίσω. 

Οι διακοπές πλησίαζαν κι εμείς ακόμα ασχολούμασταν με το μικρό που άρχισε να τρώει κάπως κι ηρέμησε η οικογένεια που το αποκαλούσε ''το καημένο το νιάου'', περίπου 57 φορές την ημέρα.

Την καημένη τη Λούση να λες, που θα βρεθεί τροφός γάτας στα καλά καθούμενα, έλεγα εγώ από μέσα μου...ο καλός θεός των σκύλων όμως με λυπήθηκε και μ' έσωσε φίλοι μου!  Έβαλε το ίντερνετ να γράψει ότι για να ζήσει ένα μωρό γατί πρέπει να το πας σε γάτα που θηλάζει τα δικά της και να το αφήσεις εκεί.
 Το διάβασε η Ξανθιά, πήρε το γατί παραμάσχαλα κι αμολύθηκε με τα παιδιά στη γειτονιά να βρει θετή μάνα της Ζίγκι (έτσι την είπαν). Γύρισαν με χαρά που βρέθηκε μια γατομαμά να το υιοθετήσει επιτέλους!

Το ''καημένο το νιάου'' ζει πλέον δύο τετράγωνα μακριά, περνάμε και το βλέπουμε (εγώ κάνω πως κοιτάζω αλλού) το παίρνουν αγκαλιά να δουν αν μεγάλωσε και όλα καλά...

Η αλήθεια είναι ότι θα προτιμούσα να ήμουν το μοναδικό είδος, στον κόσμο τούτο, που αγαπάει η Ξανθιά, αλλά μου βγήκε ελαττωματική βλέπεις...

Τι να γίνει; Κανείς δεν είναι τέλειος! Εκτός από μένα φυσικά!!!




Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Φτου και βγαίνω

Φιλαράκια καλώς σας βρήκα πάλι,

Ναι το ξέρω, τεμπελιάζω τον τελευταίο καιρό και δεν ανοίγω υπολογιστή να σας ενημερώσω με τα νέα μου. Δικαιώνω όσους με λένε τεμπελόσκυλο! Μα, και τώρα που το απόφάσισα, φώναξα την Ξανθιά να καθήσει δίπλα μου στον καναπέ για να της υπαγορεύσω το κείμενό μου χωρίς να χάσω τη βολή μου...έχω και μια νύστα...

Εχθές που λέτε, ήταν αργία έμαθα επειδή ένας παλιά φώναξε Όχι κι από τότε το γιορτάζουν και δε πάνε σχολείο ούτε και δουλειά! Καλόοοοο! Επειδή ο Σοβαρός δουλεύει πολύ και κουράζεται, τα παιδιά δεν τον βλέπουν όσο θέλουν κι η Ξανθιά ανησυχεί μήπως πάθει κάτι, είπε να τους ξεκουβαλήσει να πάνε εκδρομή στο βουνό, να πάρουν αέρα να συνέλθουν.

Πρωί πρωί ξεκινήσαμε όλοι μαζί με το μακρουλό αυτοκίνητο να πάμε σ' ένα χωριό, που έχει κι ένα βουνό, που έχει έλατα κι όλα αυτά μαζί. Δεν ήταν και πολύ μακριά, φτάσαμε γρήγορα, παρκάραμε μακριά γιατί γινόταν παρέλαση του Σχολείου, είπανε να πάμε βόλτα πεζή σε μονοπάτι, μπουρδουκλώθηκε η Ξανθιά με τα παιδιά ποιός θα φέρει τι από το αμάξι, πάνω-κάτω στο χωριό ξεποδαριάστηκαν, ξεκίνησαν για την πεζοπορία και σε λίγο σταματήσαμε γιατί το μονοπάτι δεν άρεσε στη μανδάμ, ''τι να τα κάνω τα πεύκα; Καστανιές θέλω", "Πού πας καλέ, εγώ εκεί δεν κατεβαίνω θα τσακιστώ"...φύγαμε πάλι πίσω ολοταχώς να βρούμε δάσος.Με καστανιές. Ή με φουντουκιές. Ή με έλατα στη χειρότερη.

Μετά από πολλή έρευνα, αντικρουόμενες πληροφορίες και σιγουριά ότι καστανιά δε θα συναντήσουμε ποτέ, συμβιβαστήκαμε με τα έλατα, ανεβήκαμε ψηλά στο βουνό, παρκάραμε, βγήκαμε κι άρχισε μια ωραία βόλτα, μπρος ο Σοβαρός με τον Μικρό Σοβαρό κι εμένα και πίσω οι χαριτωμένες που μάζευαν μανιτάρια, βρύα, κοιτούσαν τα κλαδιά του έλατου με χαρά και άλλα διασκεδαστικά! Κάποια στιγμή λοιπόν, λέει ο Σοβαρός (τι να πω τώρα για το όνομα) στον μικρό να κρυφτούνε από τα κορίτσια για να δούνε τι θα κάνουν αμα τους χάσουν...Ανεβαίνουμε λοιπόν ψηλά στο βουνό τρέχοντας, κρυβόμαστε πίσω από κάτι πυκνά έλατα, δε μιλάει κανείς και περιμένουμε να περάσουν και να μας αναζητήσουν. Εγώ μεγάλη χαρά πήρα, έτρεξα γρήγορα στον ανήφορο και κρύφτηκα πιο καλά απ' όλους...Σε λίγο κατέφθασαν κι αυτές, χαρούμενες που είχαν βρει μανιτάρια να φάνε, κρυφογελούσαν τ' αγόρια που θα τους έψαχναν εναγωνίως, εκείνες όμως συνέχιζαν τη βόλτα χωρίς να νοιάζονται κι εγώ μόλις τις είδα να περνούν και να απομακρύνονται άρχισα να τους φωνάζω ''Κορίτσια, κορίτσια, τ' αγόρια να βρείτε''

- Η Λούση! Χάθηκε στο δάσος, τσίριξε η Τσιριμπίμ που άκουσε τη φωνή μου από ψηλά. Κοιτάζει κι η Ξανθιά να με βρει, ''πάει τους έφυγε'' γκρίνιαξε, "άντε να τη βρεις τώρα''...
- Όχι, ξαναφώναξα, εδώ είμαι, έρχομαι!!! Σταθείτε, κατεβαίνω...
Μέχρι να κατέβω, είδαν και το κόκκινο ζακέτο του Σοβαρού (εξπέρ στην παραλλαγή), είδαν και τον Μικρό Σοβαρό, είδαν...και τι δεν είδαν! Γελούσαν όλοι μαζί, αλλά ο καθένας για άλλον λόγο...Τ' αγόρια για τη γκάφα μου και τα κορίτσια για τα μυαλά των αγοριών που παίζουν κρυφτό μέχρι να γεράσουν!

Τελικά, καλά τα λέει η δικιά μου στην Τσιριμπίμ΄
 ''Τ' αγόρια μεγαλώνουν ως τα δέκα. Μετά, μόνο μπόι''!!!

Καλή σας ημέρα!




Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Καμπίνα Α' θέση

Γεια σας φίλες, φίλοι και σκυλιά,

Χριστός Ανέστη που λένε κι οι δίποδοι της οικογένειας κι ακόμα δε ξέρω τι σημαίνει. Εγώ σήμερα, άλλα θα σας πω : Πήγα κρουαζιέρα! Ναι, με δική μου καμπίνα στο πιο ψηλό καράβι!!!

Λοιπόν, φέτος το ζεύγος αποφάσισε να πάμε για Πάσχα στην Κρήτη. Τα ανθρωοποαδέλφια μου ήταν πολύ χαρούμενα για το ταξίδι κι όλο έλεγαν για το πλοίο που θα μας πάρει. Κάτι θυμόμουν από το καλοκαίρι που πήγαμε στα Κύθηρα κι ανυπομονούσα να ξαναπάω σε νησί.

Ετοιμάστηκαν όλα τα μπαγάζια, ο καθένας και μια βαλίτσα κι εγώ, φυσικά, έψαχνα για τη δική μου τη μαύρη γυαλιστερή τσάντα Harrods που έχει πάνω ένα westie!!! Την είχε αγοράσει παλιά η Ξανθιά στο Λονδίνο γιατί της άρεσε, κι όταν με υιοθέτησαν μου τη χάρισε...Ψάχνω λοιπόν, τίποτα. Ακούω την Τσιριμπιμ να ρωτάει πού είναι η τσάντα Λούσης, ''πήρα ό,τι χρειάζεται σε άλλη" της απάντάει η μάνα της. Είπα να γκρινιάξω λίγο, αλλά ένεκα το ταξίδι που λένε, τους αγνόησα.

Στο δρόμο κάτι λέγανε, συνθηματικά, πού θα βάλουμε τη Λούση; κι αν την πάρουν γιατί δεν επιτρέπεται ζώο σε καμπίνα; θα πούμε ότι είναι έγκυος, κι άλλα που δε καταλάβαινα...Φτάνουμε στο τεράστιο πλοίο, παρκάρουμε το μακρουλό αυτοκίνητο στο γκαράζ και ανεβαίνουμε να πάρουμε καμπίνα, ότι κι αν είναι αυτό. Η Ξανθιά με κρατούσε αγκαλιά μαζί με κάτι τσάντες με το κρεββάτι μου και το φαγητό μου. Μη με πιάσει και συχνοουρία απ τη συγκίνηση. Στο διάδρομο προς την καμπίνα, ο καμαρώτος ανακοίνωσε ότι ''αυτό (εγώ δηλαδή) θα πάει στον 8ο όροφο με τα υπόλοιπα ζώα''.

Ζώο να πεις την πεθερά σου σκέφτηκα εγώ, το ίδιο σκέφτηκαν κι οι άλλοι, ''μα είναι έγκυος'' λέει η ψεύτρα μάνα μου, ''καλέ η δικιά μας έχει γεννήσει 2 φορές, δε πειράζει'' της απαντάει ο καμαρώτος και μένει κόκκαλο!

Η Ξανθιά άλλαξε πεντέξι χρώματα, η Τσιριμπιμ έμπηξε τα κλάματα, έγινε σύσκεψη να δούνε τι θα γίνει κι αποφάσισαν να πάνε στον 8ο αφού έτσι πρέπει.

Στα χέρια με είχαν, η Τσιριμπιμ ακόμα έκλαιγε, η Ξανθιά είχε νεύρα γιατί διασχίσαμε όλο το πλοιο και τελικά φτάσαμε. Ανοίξανε τη σιδερένια πόρτα, είδαν πολλές ατομικές καμπίνες, και διάλεξαν την ωραιότερη φυσικά, για μένα!  Με βάλανε σε μια του πρώτου ορόφου, να βλέπω μακριά, μου έβαλαν φαγητό, νερό, το μαλακό κρεββάτι και έφυγαν. Εγώ τρόμαξα, που πάτε ρε παιδιά; φώναξα λίγο να γυρίσουν πίσω, αλλά η Ξανθιά είχε να παρηγορήσει τη μικρή που έκλαιγε και τον εαυτό της. Οπότε, λέω να κάνω γνωριμίες να περάσει κι η ώρα βρε αδελφέ μέχρι να πέσουμε για ύπνο. είχα πολλά γειτονάκια, μικρά και μεγάλα, ήσυχα και φωνακλάδικα, πιάσαμε κουβέντα και περάσαμε μια χαρά. Άλλοι είχαν ξαναπάει εκεί και μας έλεγαν πόσο ωραία είναι στο ταξίδι. 

Ποιό ταξίδι; Δε φεύγαμε με τίποτα. Δεμένο το πλοίο στο μουράγιο λέμε. Φυσάει λέει στην Κρήτη και δε πάμε. Κι εκεί που σκεφτόμουν ποιός με γρουσούζεψε, νάτη η λύση του μυστηρίου. Κι όχι μία μόνο, τρεις παρακαλώ. Χοντρουλές καλοθρεμένες, με κουδούνια στο λαιμό και βλέμμα δηλητήριο. Δίπλα μου!
ΓΑΤΕΣ ΣΕ ΒΑΠΟΡΙ;;;;; Ε, όχι ρε παιδιά! Πιό γρουσουζιά πεθαίνεις! Πετάχτε τις στη θάλασσα να φύγουμε. Να θυσιαστούν σαν την Ιφιγένεια για να σωθούμε (μαζί με τη μικρή μαθαίνω κι εγώ Ιστορία). 

Κάποτε πέσαν οι αέρηδες και σαλπάραμε, η οικογένεια στο τέταρτο πάτωμα κι εγώ, η τυχερή, στον όγδοο ουρανό, στο ψηλό κατάστρωμα, με θέα, με φρέσκο αέρα, με το φουγάρο να βγάζει καπνό και τη μπουρού να σφυρίζει την άφιξη στο λιμάνι! 

Τόσο που μου άρεσε που δεν ήθελα να φτάσουμε...Με μάζεψαν το άλλο πρωί, πριν χαράξει και πήραμε το δρόμο για το ξενοδοχείο.

Δεν ήξερα πού πήγαινα και ποιόν θα συναντούσα. 

Ήμουν όμως πολύ χαρούμενη γιατί, επιτέλους, ταξίδεψα κι εγώ σαν άνθρωπος.
Σε καμπίνα. Και τι καμπίνα...Α' θέση!!! 

Και του χρόνου!


Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Πορτοκαλί μανιτάρι

Αγαπητοί μου αναγνώστες,

Πού να σας τα λέω τι έγινε πάλι στο σπίτι... Η Ξανθιά αποφάσισε να βάψει. Όχι το μαλλί, αυτό το βάφει η κομμώτρια που ξέρει. Αποφάσισε να βάψει την κουζίνα μας. Μάλιστα. Από μπεζ, αδιάφορο και άτονο, θα την κάνει, λέει, πορτοκαλί μανιτάρι!!! 

Εγώ στην αρχή δε κατάλαβα...Τι πορτοκαλί μανιτάρια και πράσινα άλογα; Είχε φέρει και κάτι φυλλάδια από το σπίτι της Γελαστής που βάφει κάθε μήνα και έχει όλα τα κατάλληλα έντυπα πρόχειρα. Αφού τα ξεφύλλιζε κανένα τρίμηνο, κατέληξε και, δημοκρατικά πάντα, ανακοίνωσε στον Σοβαρό :
- Θα βάψω την κουζίνα
- Εγώ να λείπω...
- Μη σε νοιάζει, αφού έχω βάψει και τα μπάνια, ξέρω...Λέω να τη βάψω μεθαύριο
- Εγώ να λείπω...

Πήγε κι αγόρασε τα σύνεργα, χρωματάκια, πινελάκια, ρολάκια, χαρτάκια για να καλύψει ότι πρέπει να μείνει στο χρώμα του και ξεκίνησε περιχαρής...Το απόγευμα της Πέμπτης έγινε η προετοιμασία και την Παρασκευή το πρωί, ήπιε καφέ και ξεκίνησε...

Δύο τοίχοι πορτοκαλί (σαν ξερή φλούδα είπε στον υπάλληλο κι αυτός ακόμα ψάχνει...) και δύο μανιτάρι. Άκου τώρα εσύ χρώμα...μανιτάρι. Για γυναίκες τα βγάζουν αυτά τα χρώματα, σίγουρα.
Πέρασε το πρώτο χέρι, το κοιτούσε, το ξανακοιτούσε...χάλι μαύρο το πορτοκαλί. Το άλλο τρωγόταν γιατί εκτός από ανοιχτόχρωμο, είπαμε ότι ήταν και μανιτάρι...μη τα ξαναλέμε. 

Εμένα, με είχε στην απέξω γιατί φοβόταν μη βάψω μαλλί κι άντε να το βγάλεις μετά το χρώμα. Οπότε, κλειστή η κουζινόπορτα κι εγώ  να περιμένω. 
Της τελείωσε η μπογιά, έτρεχε ν' αγόρασε άλλη, έγινε μούσκεμα με τη βροχή, αλλά το έργο έπρεπε να τελειώσει μέχρι το απόγευμα.

Το δεύτερο χέρι δεν έφτιαξε και πολύ τα πράγματα, πάλι χάλια ο τοίχος, βαμμένος άτσαλα, διότι κυρία μου το απαλό χρώμα είναι εύκολο, δε φαίνεται η κακοτεχνία...το σκούρο θέλει μια τέχνη. Το κοιτούσε, το ξανακοιτούσε, Ξανθιά απελπισμένη κοπελιά...

Γύρισαν τα παιδιά απ το σχολείο, τους άρεσε διότι στα παιδιά αρέσουν τα πάντα, κι αυτή απελπισμένη...

Η σωτηρία ήρθε το απομεσήμερο, που γύρισε ο Σοβαρός, κοίταξε τον τοίχο, αναστέναξε βαθιά κι έπιασε δουλειά. Διπλοβάρδια τον έχει τον άνθρωπο...το πρωί στελεχάρα, το βράδυ μπογιατζής.
Έτσι, ο ''εγώ να λείπω", πέρασε μια χαρά το τρίτο χέρι της κουζίνας, τη συνέφερε και την έκανε ''κουφέτο'' όπως έλεγε κι ο κυρ Νίκος - πατέρας του. Και μετά, την κοιτούσαν κι οι δύο και χαιρόντουσαν. Η μια γιατί έβαψε, ο άλλος γιατί θα έλειπε!!!!

Η καλύτερη όμως είμαι πάλι εγώ, το μικρό λευκό westie. 

Με την πορτοκαλί μου φράντζα!!!!


Η νύφη το 'σκασε

Φιλαράκια μου καλά, σας χαιρετώ και σας φιλώ στη μύτη,

Η αλήθεια είναι ότι τελευταία δε γράφω στο ημερολόγιό μου, μιας και η ζωή μου δεν έχει και πολλά καινούργια πράγματα...Δηλαδή όλο και κάτι γίνεται στο σπίτι του Σοβαρού και της Ξανθιάς, αλλά γενικώς επικρατεί ηρεμία. Την οποία ηρεμία, ήρθε να μου ταράξει η μουρλή μου μάνα, με τις τρομερές της ιδέες...

Εγώ, όπως ξέρετε, κοντεύω τα τρία! Ε, είμαι πια μεγάλο κορίτσι, κι η δικιά μου έκανε την τρελή σκέψη να με ... παντρέψει!!! Άκου τώρα, πού της ήρθε τούτη η πετριά στην κεφαλή; Ποιός της βάζει αυτές τις ιδέες; Κανείς! Μόνη της αυτοσχεδιάζει...

Τον έσκασε τον Σοβαρό ένα γελαστό απόγευμα :
- Είδα μωρά westie χθες με τη μικρή στο site και λέω να το δοκιμάσουμε...
- Δε πας καλά...θα πήξουμε στο σκ@τό εδώ μέσα 
- Ναι, αλλά θα έχουμε κουταβάκια τρισχαριτωμένα να ζουλάμε, θα χαρούν πολύ τα παιδιά και τέλος πάντων μια φορά θα γίνει, πόσα θα κάνει; Έχω να τα χαρίσω...Περιμένει κι η Τίνα.
- Είσαι τρελή
- Γνωστό αυτό.  Θα γίνω ευτυχισμένη, δεν έχω δικαίωμα;

Το διαπραγματευτήκανε καμιά βδομάδα, δύο βδομάδες και τελικά αποφασίσαν (με τον γνωστό δημοκρατικό τρόπο της Ξανθιάς) να μου βρουν γαμπρό!

Έβαλε η δικιά μου κάτι αγγελίες στο Facebook, κάπου αλλού και περίμενε απάντηση, αλλά δεν απάντησε κανείς...Γιατί ρε παιδιά; Τόσο άσχημη είμαι;
Διάβασε ότι είναι κακό να κάνω παιδιά με όποιον να 'ναι της ράτσας μου, ότι θα παιδευτεί όλη η οικογένεια να καθαρίζει, ότι πρέπει μόνο να μας ζευγαρώνουν οι εκτροφείς και θύμωσε...Σιγά ρε παιδιά, πότε η φύση είχε ανάγκη τον άνθρωπο για να κάνει τη δουλειά της; Κι άρχισε η κατασκοπεία...

Κυκλοφορούσε στους δρόμους κι όπου εντόπιζε σκύλο της φυλής μου, έτρεχε ανέμελα να μάθει τι και πώς, αλλά τζίφος...τα μισά ήταν κορίτσια και τα άλλα στειρωμένα! Τι έγινε ρε παιδιά; Μας τελείωσε ο νυμφίος; 

Και, ξαφνικά, ένα απόγευμα, ο Σοβαρός που δεν ήθελε μωρά Λουσάκια, έφερε έναν μαγικό αριθμό τηλεφώνου74!!!! Της γειτόνισσας που έχει τον Ράμπο!!! Που είναι συνομήλικος και πολύ γενναίος, ένας ιππότης για τη Λουσούλα!

Το άρπαξε η Ξανθιά, το έβαλε στο ψυγείο με μαγνήτη και περίμενε. Διότι εγώ, δεν είμαι κορίτσι να δω τον γόη και να τα βρούμε όποτε θέλουμε, πρέπει να με ειδοποιήσει το ένστικτό μου ότι θέλω να ζευγαρώσω...

Έφτασαν λίγο πολύ οι κατάλληλες μέρες, και σε μια βόλτα βραδυνή...τσουπ! συναντάμε τον Ράμπο. Την ώρα που έστριβα τη γωνία να πάω στο παρκάκι, τον είδα κι έπεσα ξερή! Θεός! Ο Ρουβάς των westie! Τρέχω πάνω του, τον φιλάω, τον ξαναφιλάω...αυτός όμως καμία αντίδραση. Ούτε καμία δράση. Παγοκολώνα ο γείτονας. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, κοίτα μια κούκλα μια τσαχπίνα που σε θέλει, τον σκουντάω και λίγο πονηρά...και παίρνει δρόμο! Μου την έκανε! Μαύρη απογοήτευση η Ξανθιά, κατάμαυρη κι η μαμά του Ράμπο! Αλλά συνεννοήθηκαν οι σατανικές να ξαναβρεθούμε...δήθεν τυχαία.

Ναι, αλλά εμένα δε θα με φτύνεις φίλε μου και μετά θα με θες, γιατί δε θα σε θέλω εγώ! Δύο φορές πήγαμε ραντεβού, με ήθελε κολασμένα τώρα ο Ράμπο, κυνηγητό να δουν τα μάτια σας, κόλλησε τη μύτη του πάνω μου και δε ξεκολούσε με τίποτα! Με στρίμωχνε, με φίλαγε, με δάγκωνε, μου είπε και μερικά γλυκόλογα και του βαλα τις φωνές  γιατί μ' έπρηξε! Πολύ όμως! Τα 'χωσα και στην Ξανθιά, κάθησα απέναντί της και την κοιτούσα στα μάτια να με πάρει να φύγουμε από τον κολιτσίδα. Τι να κάνει κι αυτή; Το πήρε απόφαση ότι δε θα κάνει καριέρα προξενήτρας.

Η αλήθεια είναι ότι τώρα, θα ξαναβγώ με άντρα σε έξι μήνες. Την έχω βάλει και ψάχνει να βρει πολλούς υποψήφιους μήπως και αποκτήσει κουτάβια...

Εγώ όμως, θέλω να παντρευτώ από έρωτα κυρία μου, δε θα μου πεις εσύ με ποιόν θα κάνω παιδιά. Εσένα, η μαμά σου στον έφερε τον Σοβαρό; 

Ασε που σε άκουσα μια μέρα να λες ότι πρέπει να φιλήσεις πολλά βατράχια για να βρεις τον πρίγκιπα. 

Ε, ξεκίνα να ψάχνεις, έχεις καιρό ως τον Αύγουστο! Που είναι και παχιές οι μύγες. Για να φάνε οι βάτραχοι!!!





Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Η Μεγάλη Απόδραση

Φίλες, φίλοι μου και σκύλοι, ξαναγύρισα στο μπαλκόνι μου μετά από τις τεράστιες διακοπές που έκανα φέτος. Εκτός από το εξοχικό όπου τελικά τις εκπαίδευσα τέλεια τις σίτες, μετά είχαμε και συνέχεια στο νησί που πάμε με το αυτοκίνητο και μετά με το καράβι. Αυτό που πήγαμε και πέρσυ, τα Κύθηρα. Το τραγούδι βέβαια λέει ''Τα Κύθηρα ποτέ δε θα τα βρούμε'' αλλά ο Σοβαρός τον έμαθε καλά το δρόμο και τα βρίσκουμε εμείς μια χαρά κάθε καλοκαίρι...

Φέτος μείναμε στης καλής ξανθιάς κυρίας που με λέει Λούσυ Μπωλ,  έχει γιο τον Μόγλη και σπίτι με κήπο γύρω γύρω και μπαλκόνι για να ανεβαίνω το βράδυ και να ρεμβάζω με τ' άστρα και το τεράστιο φεγγάρι που ανατέλλει ακριβώς μπροστά μας.

Ωραία όλ' αυτά, τα είδα και πέρσυ, ε είπα φέτος να δω και λίγο παραπέρα τι γίνεται...Ο Σοβαρός είχε χαλαρώσει φέτος και με άφηνε χωρίς λουρί, μόνο με φώναζε και τον ακολουθούσα. Η Ξανθιά είχε μια ανησυχία, ως συνήθως, αλλά δεν έλεγε και πολλά (πρωτότυπο). Εγώ καθόμουν αμέριμνη κοντά τους και είχα το νου μου στα πέριξ.

Ένα ωραίο απόγευμα, πίνανε καφέ και συζητούσαν οι μεγάλοι, ήρθαν κι επισκέπτες, οι μικροί έφτιαχναν την καλύβα του Μπαρμπα Θωμά κι εγώ την κοπάνησα ησύχως και αλά γαλλικά που λένε. Μέχρι να το πάρουν είδηση...Λούης η Λούσυ.

Άρχισε να ρωτάει ο ένας τον άλλον πού είμαι, όλοι με είχαν δει πριν λίγο, η Ξανθιά τους έβριζε που με άφησαν έτσι γιατί πιο κάτω είχε σερνικά σκυλιά και φοβάται, η Τσιριμπίμ έκλαιγε, και πήραν τους δρόμους απελπισμένοι. Ο Σοβαρός με τα πιτσιρίκια στο αμάξι, η Ξανθιά στους γείτονες που έχουν σκύλους κι η Γελαστή φίλη γύρω γύρω να με φωνάζει...

Ψυχή δε με είχε δει...Και πώς να μ' έβλεπε εκεί που ήμουν...Απέναντι υπάρχει ξενοδοχείο που έχει μπροστά έναν τεράστιο θάμνο με αρμπαρόριζα. Μέσα στον θάμνο, δεν είχε τίποτα πριν. Μετά, είχε ΕΜΕΝΑ!!! Μπήκα με φόρα, αλλά άντε να βγω μετά, ο θάμνος ήταν πυκνός πολύ, ούτε μπρος πήγαινα, ούτε πίσω. Ούτε να φωνάξω μπορούσα εκεί μέσα, ούτε τίποτα. Με τα πολλά, κατάφερα και βγήκα σ' ένα ξέφωτο, γεμάτη φύλλα και κλαδιά, μια γούνα αηδία σκέτη...αλλά... μοσχοβολούσα!!! 

Μόλις τη φώναξα, με άκουσε! Έβαλε μια φωνή ''η Λούσυ'' κι έτρεξε να με βρει. Ναι, αλλά η Ξανθιά δε τα πάει καλά με το θέμα διάσωση, δηλαδή ανεβαίνω κατεβαίνω, παίρνω σκύλο αγκαλιά  και φεύγω κι έτσι την πλήρωσε η γελαστή φίλη μας που κατάσκισε το παντελόνι της για να με σώσει.

Την κατσάδα που άκουσα, δε την ξέρει άνθρωπος μα ούτε και σκύλος! Και μου τραβούσε τα μαλλιά να με καθαρίσει και με μάλωνε ταυτόχρονα, αλλά εγώ αμίλητη κάθησα και χαμηλοβλεπούσα, αφού την είχα κάνει την αποκοτιά μου, άσε που είχα φοβηθεί κιόλας. Αλλά...μοσχοβολούσα. Κι όσο με μάλωνε τόσο γελούσε γιατί αρωματίστηκε το σύμπαν γύρω μου. Και δώστου ''άντε να χαθείς σκασμένο'' γιατί μάλλον κι αυτή είχε φοβηθεί.

Τώρα βέβαια όλα πέρασαν, αλλά εμένα άλλο με ανησυχεί :

Την αρμπαρόριζα τη βάζουνε στο γλυκό κυδώνι είπε...Βρε, λες να με μαδήσει και να με χώσει σε κανένα βάζο; 

Απ' αυτήν όλα να τα περιμένεις!!!

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Η έξυπνη σίτα

Εγώ από σίτες δεν ήξερα...Ξέρουν όμως όλοι οι υπόλοιποι και με δυσκολεύουν. Πάνε και βάζουν κάτι δίχτυα στις μπαλκονόπορτες για να μη μπαίνουν, λέει, τα κουνούπια και τους πίνουν το αίμα!!! Γιατί άμα τους πιούν το αίμα, μετά τους πιάνει φαγούρα και ξύνονται. Κι εγώ ξύνομαι, είναι κακό αυτό; Άσε, λέει, που τα κουνούπια κάνουν βζζζζζ κοντά στο αυτί τους και τους ξυπνάει. Αυτοί που δε ξυπνάνε με βόμβες, ξυπνάνε με το κουνούπι που είναι σχεδόν αόρατο; Δε μας τα λένε καλά...

Επίσης η Ξανθιά, έχει ένα θέμα μη της μπει ο ποντικός στο σπίτι. Εντάξει, τώρα με προσβάλεις κυρία μου διότι εμού παρούσης (τςςςςςςς, πώς το δουλεύω το ελληνικό..) θα μπει ποντικός;  Δηλαδή, για ποιά με πέρασες; Για καμιά τεμπέλα σκύλα που ραχατλεύει και δε δουλεύει; Βέβαια, η αλήθεια είναι, ότι στην ευρύτερη περιοχή του σπιτιού μας, υπάρχει ολόκληρη ποντικούπολη η οποία χτίζει φωλιές, γεννάει μωρά, κάνει ντουπου ντούπου τα βράδυα στην ψευδοροφή της αδελφής του Σοβαρού και γενικώς ζει ανενόχλητη μια κανονική ποντικίσια ζωή, πάνω από τη μύτη μου. 

Έχουν δε, δύο ειδών σίτες. Στην εξώπορτα είναι μια πολύ βολική που περνάω κι ανοιγει μόνη της, γιατί είναι λέει η έξυπνη σίτα, και τις ζαβές στις μπαλκονόπορτες που δεν καταλαβαίνουν και μένουν κλειστές, όσο κι αν τις διατάζω ν' ανοίξουν. Αυτές, ανέλαβα να τις εκπαιδεύσω!!!!

Ο Σοβαρός κι η Ξανθιά, κάθε απόγευμα λοιπόν τραβάνε τις σίτες να οχυρώσουν το σπίτι για να μη μπει εκνευριστικός επισκέπτης και τους χαλάσει τον ύπνο. Εγώ κοιμάμαι ακριβώς μπροστά στη μπαλκονόπορτα για να επιβλέπω και να δροσίζομαι. Μερικές φορές μυρίζω κάτι ύποπτο και πάω να βγω να το διώξω, αλλά τρώω το δίχτυ στη μύτη και τσαντίζομαι. 

Ένα βράδυ, η σίτα το παράκανε... Έξω, περνούσε όλο το ζωικό βασίλειο της περιοχής, αλεπούδες, σκατζόχοιροι, ασβοί, νυχτερίδες κι εγώ μέσα, να προσπαθώ να συνεννοηθώ μαζί της και να καταλάβει ότι πρέπει ν' ανοίξει γρήγορα για να βγω στο μπαλκόνι. Το ζεύγος κοιμόταν ήσυχο...

Και ξαφνικά, ακούω φασαρία και βλέπω μια σκιά μπροστά μου να περνάει, οπότε αποφασίζω να δράσω άμεσα και αποφασιστικά. Φωνάζω δυνατά και της λέω ''άνοιξε να περάσει ο εξολοθρευτής'' αλλά επειδή είναι χαζή και δε κατάλαβε, τη σπρώχνω με τη γερή μου μύτη γιατί μου έσπασε τα νεύρα πιά...και άνοιξε. Με έναν δυνατό θόρυβο που τους ξύπνησε όλους και τους έβγαλε στο μπαλκόνι να προσπαθούν να με μαζέψουν βρίζοντας (σιγανά, να μη ξυπνήσουν οι γείτονες). 

Εγώ να μυρίζω τα ίχνη του εχθρού που πήγε δίπλα, η Ξανθιά να με τραβάει λέγοντας κάτι νευρικά, ο Σοβαρός να βριζει που του χάλασα τον ύπνο (όλο κοιμάται αυτός) η διπλανή ν' ανάβει τα φώτα να δει τι έγινε, κι ο μόνος που πέρασε καλά ήταν ο Κούλης-ποντικούλης που ήρθε, είδε κι έφυγε ανενόχλητος.

Τώρα βρήκα δουλειά για το καλοκαίρι. Θα εκπαιδεύσω τις χαζές σίτες ν' ανοίγουν όποτε τις διατάζω. Άκουσα ότι ο Σοβαρός θα κάνει οχυρωματικά έργα για να μ' εμποδίσει...χεχεχε. Η έξυπνη σίτα θα νικήσει!!!!