Translate

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Καμπίνα Α' θέση

Γεια σας φίλες, φίλοι και σκυλιά,

Χριστός Ανέστη που λένε κι οι δίποδοι της οικογένειας κι ακόμα δε ξέρω τι σημαίνει. Εγώ σήμερα, άλλα θα σας πω : Πήγα κρουαζιέρα! Ναι, με δική μου καμπίνα στο πιο ψηλό καράβι!!!

Λοιπόν, φέτος το ζεύγος αποφάσισε να πάμε για Πάσχα στην Κρήτη. Τα ανθρωοποαδέλφια μου ήταν πολύ χαρούμενα για το ταξίδι κι όλο έλεγαν για το πλοίο που θα μας πάρει. Κάτι θυμόμουν από το καλοκαίρι που πήγαμε στα Κύθηρα κι ανυπομονούσα να ξαναπάω σε νησί.

Ετοιμάστηκαν όλα τα μπαγάζια, ο καθένας και μια βαλίτσα κι εγώ, φυσικά, έψαχνα για τη δική μου τη μαύρη γυαλιστερή τσάντα Harrods που έχει πάνω ένα westie!!! Την είχε αγοράσει παλιά η Ξανθιά στο Λονδίνο γιατί της άρεσε, κι όταν με υιοθέτησαν μου τη χάρισε...Ψάχνω λοιπόν, τίποτα. Ακούω την Τσιριμπιμ να ρωτάει πού είναι η τσάντα Λούσης, ''πήρα ό,τι χρειάζεται σε άλλη" της απάντάει η μάνα της. Είπα να γκρινιάξω λίγο, αλλά ένεκα το ταξίδι που λένε, τους αγνόησα.

Στο δρόμο κάτι λέγανε, συνθηματικά, πού θα βάλουμε τη Λούση; κι αν την πάρουν γιατί δεν επιτρέπεται ζώο σε καμπίνα; θα πούμε ότι είναι έγκυος, κι άλλα που δε καταλάβαινα...Φτάνουμε στο τεράστιο πλοίο, παρκάρουμε το μακρουλό αυτοκίνητο στο γκαράζ και ανεβαίνουμε να πάρουμε καμπίνα, ότι κι αν είναι αυτό. Η Ξανθιά με κρατούσε αγκαλιά μαζί με κάτι τσάντες με το κρεββάτι μου και το φαγητό μου. Μη με πιάσει και συχνοουρία απ τη συγκίνηση. Στο διάδρομο προς την καμπίνα, ο καμαρώτος ανακοίνωσε ότι ''αυτό (εγώ δηλαδή) θα πάει στον 8ο όροφο με τα υπόλοιπα ζώα''.

Ζώο να πεις την πεθερά σου σκέφτηκα εγώ, το ίδιο σκέφτηκαν κι οι άλλοι, ''μα είναι έγκυος'' λέει η ψεύτρα μάνα μου, ''καλέ η δικιά μας έχει γεννήσει 2 φορές, δε πειράζει'' της απαντάει ο καμαρώτος και μένει κόκκαλο!

Η Ξανθιά άλλαξε πεντέξι χρώματα, η Τσιριμπιμ έμπηξε τα κλάματα, έγινε σύσκεψη να δούνε τι θα γίνει κι αποφάσισαν να πάνε στον 8ο αφού έτσι πρέπει.

Στα χέρια με είχαν, η Τσιριμπιμ ακόμα έκλαιγε, η Ξανθιά είχε νεύρα γιατί διασχίσαμε όλο το πλοιο και τελικά φτάσαμε. Ανοίξανε τη σιδερένια πόρτα, είδαν πολλές ατομικές καμπίνες, και διάλεξαν την ωραιότερη φυσικά, για μένα!  Με βάλανε σε μια του πρώτου ορόφου, να βλέπω μακριά, μου έβαλαν φαγητό, νερό, το μαλακό κρεββάτι και έφυγαν. Εγώ τρόμαξα, που πάτε ρε παιδιά; φώναξα λίγο να γυρίσουν πίσω, αλλά η Ξανθιά είχε να παρηγορήσει τη μικρή που έκλαιγε και τον εαυτό της. Οπότε, λέω να κάνω γνωριμίες να περάσει κι η ώρα βρε αδελφέ μέχρι να πέσουμε για ύπνο. είχα πολλά γειτονάκια, μικρά και μεγάλα, ήσυχα και φωνακλάδικα, πιάσαμε κουβέντα και περάσαμε μια χαρά. Άλλοι είχαν ξαναπάει εκεί και μας έλεγαν πόσο ωραία είναι στο ταξίδι. 

Ποιό ταξίδι; Δε φεύγαμε με τίποτα. Δεμένο το πλοίο στο μουράγιο λέμε. Φυσάει λέει στην Κρήτη και δε πάμε. Κι εκεί που σκεφτόμουν ποιός με γρουσούζεψε, νάτη η λύση του μυστηρίου. Κι όχι μία μόνο, τρεις παρακαλώ. Χοντρουλές καλοθρεμένες, με κουδούνια στο λαιμό και βλέμμα δηλητήριο. Δίπλα μου!
ΓΑΤΕΣ ΣΕ ΒΑΠΟΡΙ;;;;; Ε, όχι ρε παιδιά! Πιό γρουσουζιά πεθαίνεις! Πετάχτε τις στη θάλασσα να φύγουμε. Να θυσιαστούν σαν την Ιφιγένεια για να σωθούμε (μαζί με τη μικρή μαθαίνω κι εγώ Ιστορία). 

Κάποτε πέσαν οι αέρηδες και σαλπάραμε, η οικογένεια στο τέταρτο πάτωμα κι εγώ, η τυχερή, στον όγδοο ουρανό, στο ψηλό κατάστρωμα, με θέα, με φρέσκο αέρα, με το φουγάρο να βγάζει καπνό και τη μπουρού να σφυρίζει την άφιξη στο λιμάνι! 

Τόσο που μου άρεσε που δεν ήθελα να φτάσουμε...Με μάζεψαν το άλλο πρωί, πριν χαράξει και πήραμε το δρόμο για το ξενοδοχείο.

Δεν ήξερα πού πήγαινα και ποιόν θα συναντούσα. 

Ήμουν όμως πολύ χαρούμενη γιατί, επιτέλους, ταξίδεψα κι εγώ σαν άνθρωπος.
Σε καμπίνα. Και τι καμπίνα...Α' θέση!!! 

Και του χρόνου!